Μίλα μου για γλώσσα

Του Φοίβου Παναγιωτίδη
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης – Προοπτικές
2013

Μια ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου «Μίλα μου για γλώσσα – Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία» μάς προβληματίζει με μια καρέκλα που ισορροπεί παρά το ότι εμφανώς υπάρχει ασυνέχεια στο ένα πόδι της ενώ το τέταρτο δεν έχει το ίδιο μήκος με τα άλλα δύο.

Έτσι υποβάλλεται η έννοια της δομής, ιδέα ανάλογη με του Mounin στο βιβλίο του«Κλειδιά για τη γλωσσολογία», αφού οι γλώσσες ως ομοιοστατικά συστήματα ισορροπούν παρά την αέναη αλλαγή.

Αν ρίξουμε μια ματιά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, θα δούμε 13 ερωτήσεις που περικλείουν σχεδόν όλο το περιεχόμενο της γλωσσολογίας, διατυπωμένες με μορφή που την έχουμε ακούσει πολλές φορές από μη ειδικούς.

Ο συγγραφέας απευθύνεται στο ευρύ κοινό και απαντά με τρόπο κατατοπιστικό και συνάμα επιστημονικό. Κάποτε το κοινό εξειδικεύεται: απευθύνεται στους γονείς, λ.χ. προκειμένου να απομακρύνει τις φοβίες τους για τους δήθεν κινδύνους της διγλωσσίας.

Πρόκειται για δύσκολο έργο, γιατί απαιτείται βαθιά και πλατιά γνώση των θεμάτων της γλωσσολογίας. Βαθιά, γιατί η εκλαΐκευση μπορεί να είναι επιτυχής μόνο από επιστήμονα που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενό του. Πλατιά, γιατί το βιβλίο αγκαλιάζει θέματα τόσο της σύγχρονης γλωσσολογίας, λ.χ. φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, πραγματολογία, όσο και θέματα ιστορικής π.χ. γλωσσική αλλαγή, δανεισμός, αλλά και διακλαδικής γλωσσολογίας π.χ. κοινωνιογλωσσολογία, ψυχογλωσσολογία. Το βιβλίο δηλαδή συνιστά μια «σύντομη επιστημονική εισαγωγή στη γλωσσολογία» [σ. 11] που απευθύνεται όμως στο ευρύ κοινό -και τέτοιες εισαγωγές σχεδόν δεν υπάρχουν- και όχι στους πρωτοετείς φοιτητές φιλοσοφικών σχολών, για τους οποίους υπάρχουν πολλά πρωτότυπα αλλά και μεταφρασμένα εγχειρίδια.

Ποια η διαφορά μεταξύ των δύο; Μια εισαγωγή στη γλωσσολογία που απευθύνεται στους πρωτοετείς φοιτητές φιλοσοφικών σχολών εμπεριέχει ειδική, πολύπλοκη ορολογία που αντανακλά πολύπλοκο σύστημα εννοιών, παρουσίαση θεωριών και τον μεταξύ τους διάλογο για την καλύτερη ανάλυση, κατανόηση και ερμηνεία των γλωσσικών φαινομένων, λεπτομερείς περιγραφές, πυκνές βιβλιογραφικές αναφορές. Τίποτε από αυτά στο βιβλίο «Μίλα μου για γλώσσα», που παραμένει ένα ελκυστικό κείμενο για το ευρύ κοινό.

Κλείνοντας το θέμα της εκλαΐκευσης, θεωρώ ότι ένας επιτυχημένος συγγραφέας εκλαϊκευτικού κειμένου, πέρα από το να κατέχει την επιστήμη του, πρέπει να διαθέτει και μια ευρύτερη εγκυκλοπαιδική καλλιέργεια. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης μάς δίνει χειροπιαστά δείγματα: στη σελ. 49 αναφέρεται στη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων, στη σελ. 50 στην πρωτεϊνοσύνθεση, στη βιοχημεία και στη μοριακή βιολογία, στη σελ. 53 στους νομπελίστες γιατρούς που ανακάλυψαν το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.

Αν και ο συγγραφέας δηλώνει στον πρόλογο ότι «στόχος αυτού του βιβλίου δεν είναι να αναιρέσει πλάνες γύρω από τη γλώσσα ή να αποδομήσει γλωσσικούς μύθους» -ίσως για να διαφοροποιηθεί από τα δύο βιβλία του Νίκου Σαραντάκου [«Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα» και «Γλώσσα μετ’ εμποδίων»]- θεωρώ ότι αναιρεί πολλούς μύθους. Ίσως δεν είναι ο κύριος στόχος του βιβλίου, ωστόσο με επιτυχία διαλύονται πλάνες γύρω από γλωσσικά ζητήματα.

Π.χ.:

«Ένας από τους επικρατέστερους γλωσσικούς μύθους είναι ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει με εξαφάνιση ή με ανεπανόρθωτη αλλοίωση και φθορά» σελ. 193

«Είναι λάθος να θεωρούμε τις λέξεις απλές ταμπέλες ή ετικέτες για τα ίδια τα πράγματα στον κόσμο γύρω μας» σελ. 18 

«Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένας σωρός από λέξεις», «γλώσσα = λέξεις + γραμματική» σελ. 20-21

«Δεν υπάρχουν γραμματικά περισσότερο και λιγότερο σύνθετες ανθρώπινες γλώσσες, ούτε γλώσσες με ‘πλουσιότερα’ ή ‘πληρέστερα’ γραμματικά συστήματα από άλλες» σελ. 22

«Τα παραπάνω […] μαρτυρούν έναν βαθμό σύγχυσης σχετικά με το τι είναι η γλωσσολογία», σελ. 62

«Μια πολύ σοβαρή παρανόηση: για πάρα πολύ κόσμο, εσφαλμένα, η γλώσσα ταυτίζεται με τη γραφή της» [εδώ δίνεται αφορμή για άρση της παρεξήγησης σχετικά με το πόσα είναι τα φωνήεντα της ελληνικής, που προκάλεσε σάλο στην Ελλάδα πριν από 3 χρόνια 5 φωνήματα/φθόγγοι αλλά 7 γράμματα] σελ. 41-42 

Οι γλώσσες δεν είναι ζωντανοί οργανισμοί, η γλωσσική αλλαγή δεν είναι παρακμή και θάνατος, φθορά, αλλοίωση, κατάπτωση μιας γλώσσας, δεν δίνει ούτε πιο εξελιγμένες ούτε λιγότερο εξελιγμένες γραμματικές ή λεξιλόγια. σελ. 91-92

Η σπουδαιότητα των κειμένων μιας γλώσσας παρερμηνεύεται και περνιέται για σπουδαιότητα της ίδιας της γλώσσας (που τελικά είναι απλώς το μέσο) σελ. 103

Καθώς η γερμανική έχει μια πολύ αυστηρή σύνταξη, ταυτίζεται με το αρχαιοελληνικό συντακτικό. Αντίθετα με τα νέα ελληνικά, που τώρα χάνουν όλο και περισσότερα προνόμια, όπως τις αναφορικές προτάσεις, που έχουν πια εξαλειφθεί, τις μετοχές και τα απαρέμφατα, που επίσης έχουν κοπεί.

Αληθεύει πράγματι πως όταν συρρικνώνεται το λεξιλόγιό μας φτωχαίνει αντίστοιχα κι η σκέψη μας; (δεν υπάρχει αντιστοιχία μιας προς μία ανάμεσα στις έννοιες και στις λέξεις. Η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη σκέψη). σελ. 143-146 

Η «μάστιγα» της λεξιπενίας, από την οποία υποτίθεται πως «πάσχει» η νεολαία μας, ενώ πρόκειται για πρόβλημα ελλιπούς γραμματισμού, δηλαδή επιτυχούς χρήσης της γραπτής κυρίως γλώσσας για την παραγωγή επικοινωνιακά κατάλληλων κειμένων. σελ. 163-169

Το πολυτονικό βοηθάει στην ανάπτυξη των οπτικοαντιληπτικών ικανοτήτων των παιδιών (μελέτη Τσέγκου) σελ. 191

Γλώσσα και γραφή δεν ταυτίζονται, λεξιπενία δεν υφίσταται. σελ. 192

Αυτή η μικρή επιστημονική εισαγωγή στη γλωσσολογία αποτελεί ένα εύληπτο κείμενο για πολλούς λόγους και πρώτα πρώτα:

1) γιατί διαιρείται σε 9 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία εμπεριέχει κατά μέσο όρο 4-5 υποκεφάλαια 2-3 φύλλων το καθένα.

2) Επίσης κάθε υποκεφάλαιο ακολουθεί ένα συγκεκριμένο σχήμα:

Α) Τι λέει ο κόσμος, ο λαός; Τι ακούγεται; Τι ισχυρίζονται κάποιοι [αφετηρία η γείωση στην πράξη]
Β) Η επιστημονική θεμελίωση, το πλαίσιο, και η ερμηνεία, δοσμένα με τρόπο απλό, αλλά όχι απλοϊκό.
Γ) Ανακεφαλαίωση και συμπεράσματα.

Κάθε κεφάλαιο αποτελεί ένα υπόρρητο διάλογο του συγγραφέα με το κοινό του. Επίσης, η διατύπωση με τη μορφή ρήσεων υπηρετεί τον κύριο σκοπό, τη διάδοση της γλωσσολογικής αλήθειας, π.χ. «Ακόμα και στην καθαρή περιγραφή, η θεωρία παραφυλάει κρυμμένη» ή «η γλώσσα προϋπάρχει της γραφής» ή «οι ανθρώπινες γλώσσες είναι πεπερασμένα αλλά ευέλικτα τυπικά συστήματα με άπειρη εκφραστική δυνατότητα» ή ακόμη «Δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα» και «η χρήση της γλώσσας δεν ταυτίζεται με την ίδια τη γλώσσα» κ.λπ.

3) Εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας που έντεχνα ενσωματώνονται μέσα στο κείμενο, π.χ. δανεικά κι αγύριστα (σ. 103) στο κεφ. περί δανεισμού, πόσα ξέρει ο νοικοκύρης; (σ. 67) για τη γνώση του συστήματος που έχει ο φυσικός ομιλητής σε αντιδιαστολή προς τη γνώση γύρω από τη γλώσσα που ενδέχεται να έχει ο φυσικός ομιλητής, εφόσον μελετήσει την ετυμολογία των λέξεων και αποκτήσει φιλολογικές γνώσεις, (σ. 49) τα εμπειρικά δεδομένα «μέσα στα οποία είμαστε βουτηγμένοι», (σ. 61) «μιλάμε χωρίς πρόθεση επικοινωνίας […] όταν βρίζουμε τον απρόσεχτο οδηγό», (σ. 79) «Γιατί μας δυσκολεύει τόσο η κατάκτηση μιας γλώσσας, κάτι τόσο εύκολο για ένα παιδί που δεν καταφέρνει να δέσει τα κορδόνια του;» κ.λπ.

4) Παραδείγματα που γειώνουν στη ζωντανή πραγματικότητα, λ.χ. «πόσο δύσκολο είναι να εκφράσουμε τη διαφορά μεταξύ ροδάκινου, γιαρμά, βανίλιας, κορόμηλου και νεκταρινιού, ακόμα κι όσοι τα τρώμε χρόνια» ή, προκειμένου για σύνθετες λέξεις, ψαρομεζές, κρεατομεζές, ουζομεζές, κρασομεζές και «Το κύμινο, η κανέλα, το μοσχοκάρυδο είναι όλα καστανοκόκκινες αρωματικές σκόνες…» ενώ στο γνωστότατο παράδειγμα των γλωσσολόγων «Ο Γιάννης φίλησε τη Μαρία – η Μαρία φίλησε τον Γιάννη» αντιπαρατίθεται «φοιτητής ξυλοφόρτωσε αστυνομικούς – αστυνομικοί ξυλοφόρτωσαν φοιτητή»…

5) Βιωματικά στοιχεία: «Τις λέξεις συνήθως τις μαθαίνουμε μία μία και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας: ο παππούς μου λ.χ. κατέγραφε νέες γι’ αυτόν λέξεις μέσα σ’ ένα τετράδιο μέχρι τα 85 του!», «η αδελφή μου με ρώτησε τι είδους λάθος είναι αυτό», «υπάρχουνε γλώσσες βαριές, τραχιές, ακατέργαστες… τη δεκαετία του ’80 ήτανε τα ρωσικά, τα βουλγαρικά [αν και ο κομουνιστής παππούς διαφωνούσε]»

6) Το χιούμορ που διατρέχει όλο το κείμενο συμβάλλει στο να γίνει εύληπτο. Π.χ. ήδη η πρώτη παράγραφος του προλόγου μας προϊδεάζει: Σε πολλά σημεία του κειμένου φυσάει ένα ελαφρό αεράκι ειρωνείας, σαν να λέει στον αναγνώστη: πρόσεχε! μην τα πιστεύεις όσα ισχυρίζομαι εδώ, ακολουθεί ανατροπή! «Όπως όλοι γνωρίζουμε, υπάρχουνε γλώσσες βαριές, τραχιές, ακατέργαστες και ολίγον τι βαρβαρικές» / «Κάποιος Δανός φίλος [του οποίου η μητρική γλώσσα -βεβαίως- ακούγεται σαν διαρκής πνιγμός]» / «Τα γαλλικά είναι λογική γλώσσα, σύμφωνα με άλλες εκδοχές τα γερμανικά, τα αγγλικά και -βεβαίως, βεβαίως- τα ελληνικά» / «Λεξιπενία, γνωστή και ως αφασία, αλαλία και αγλωσσία. Πρέπει να αποτελεί σημαντικό γλωσσικό πρόβλημα, τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι παρακίνησε το Υπουργείο Παιδείας να ενισχύσει το μάθημα των Αρχαίων» / «Τα κλισέ είναι μάλλον αβλαβή, αν και ιδιαζόντως ενοχλητικά, περίπου όπως οι κατσαρίδες».

Κείμενο μεστό γλωσσολογικής αλήθειας.
Κείμενο ελκυστικό στον τρόπο γραφής.
Κείμενο γειωμένο στους τρέχοντες γλωσσικούς προβληματισμούς της κοινωνίας.
Για μένα είναι ένα κείμενο απολαυστικό.

Η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη είναι ομότιμη καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της ελληνικής γλωσσολογίας. Έχει συμβάλει καθοριστικά στην εξέλιξη και στην προαγωγή της ελληνικής γλωσσολογίας και στην εκπαίδευση γενεών φιλολόγων και γλωσσολόγων.

Η έρευνά της αγκαλιάζει πολλά ερευνητικά πεδία και έχει δημοσιεύσει εκτενέστατα σε κλάδους όπως η νεολογία, ο δανεισμός, η θεωρητική μορφολογία, η ορολογία, η λεξικογραφία [έντυπη και ηλεκτρονική], η ορθογραφία και η διδακτική της νέας ελληνικής γλώσσας. Ενδεικτικά, στις δημοσιεύσεις της περιλαμβάνονται από θεωρητικά έργα όπως «Η νεολογία στην Κοινή Νεοελληνική» [1986] μέχρι το Αντίστροφο Λεξικό [2002], ενώ παραμένει ενεργή ερευνητικά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Λογισμικό αναγνωσιμότητας ελληνικών κειμένων από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας LIDDELL & SCOTT

Επιλογή νίκης για τον Στέφανο Πόθο η "Πρωτοβουλία"